κουζουλός

κουζουλός
-ή, -ό (Μ κουζουλός, -ή, -ό)
1. τρελός, ζουρλός
2. κουλός, ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυπριακό τ. κούζα «στάμνα χωρίς χέρι» + κατάλ. -ουλός (πρβλ. στρουμπ-ουλός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. κουλλός «κυλλός» και ζαβός ή ζουρλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουζουλός — ή, ό 1. παράφρονας, μουρλός. 2. κουλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουζουλάδα — η (Μ κουζουλάδα) [κουζουλός] απερισκεψία, τρέλα, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • κουζουλαίνω — (Μ κουζουλαίνω) [κουζουλός] κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”